- θειαιθέρες
- Θειοργανικές ενώσεις του τύπου R-S-R’ (R, R’ όμοια ή διαφορετικά αλκύλια). Πρόκειται για ενώσεις ανάλογες με τους αιθέρες και προκύπτουν από αυτούς με αντικατάσταση ενός ατόμου οξυγόνου από θείο. Είναι άχρωμα υγρά, γενικά δύσοσμα (έχουν αιθερική οσμή μόνο σε τέλεια καθαρή κατάσταση) και λαμβάνονται με επίδραση θειούχων αλκαλίων σε αλκυλαλογονίδια ή με επίδραση πενταθειούχου φωσφόρου σε αιθέρες. Δίνουν εύκολα αντιδράσεις προσθήκης και όταν οξειδωθούν δίνουν σουλφόνες.
Dictionary of Greek. 2013.